- πελεκάνος
- [-άν (-ανος)] ο пеликан
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πελεκάνος — (pelecanus onocrotalus). Πτηνό της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Το στεγανόποδο αυτό έχει κοινά μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας που προαναφέρθηκαν. Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο και… … Dictionary of Greek
πελεκανός — (pelecanus onocrotalus). Πτηνό της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Το στεγανόποδο αυτό έχει κοινά μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας που προαναφέρθηκαν. Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο και… … Dictionary of Greek
πελεκάνος — ο 1. υδρόβιο πουλί, αλλιώς ψαροφάγος ή σακάς. 2. το πουλί δρυοκολάπτης, αλλιώς πελεκάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πελεκάνος, Κωνσταντίνος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Ύδρα. Επικεφαλής σώματος 27 ανδρών πολέμησε εναντίον του Δράμαλη (1822). Ως πυροβολητής του πλοίου Νηρεύς του Α. Κριεζή, πήρε μέρος στη ναυμαχία της Στυλίδας και, τέλος, διακρίθηκε στις επιχειρήσεις κατά του… … Dictionary of Greek
Пелеканос — У этого термина существуют и другие значения, см. Пелеканос (значения). Село Пелеканос греч. Πελεκάνος … Википедия
Пелка — Село Пелеканос греч. Πελεκάνος Страна … Википедия
Michalis Pelekanos — Μιχάλης Πελεκάνος Nickname(s) The Pelican Position Shooting Guard Small Forward Height 6 ft 6 in (1.98 m) Weight 220 lb (100 kg) League Greek Leagu … Wikipedia
Пелеканос (значения) — Пелеканос многозначный термин: топоним в Греции: Пелеканос (греч. Πελεκάνος) село в номе Козани в периферии Западная Македония (дим Аскио); Пелеканос (греч. Δήμος Πελεκάνου) … Википедия
Pelekanos — Infobox Greek Dimos name = Pelekanos name local = Πελεκάνος periph = Crete prefec = Chania population = 4259 population as of = area = elevation = lat deg = 35 lat min = 14 lon deg = 23 lon min = 41 postal code = 730 01 area code = 28230 licence … Wikipedia
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
Pelikan, der — Der Pēlikan, des es, plur. die e, aus dem Griech. πελεκανος. 1) Eigentlich, ein großer Wasservogel, von welchem die Alten viele fabelhafte Dinge erzählten. Unter den neuern Schriftstellern des Naturreiches nennen einige, z.B. Klein, die… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart